χολοκυστικός

χολοκυστικός
-ή, -ό, Ν [χολοκύστη]
1. (ανατ.-ιατρ.) ο σχετικός με τη χοληδόχο κύστη
2. φρ. «χολοκυστικός πόρος» — ο κυστικός πόρος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”